κάτα

κάτα
κάτα
Grammatical information: adv. and prep.
Meaning: `(from -) down, down(wards), against, along, through, over, concerning' with gen. (abl.) and acc. (Il.);
Derivatives: also καται- in καται-βαταί (ν 110), καται-βάτης surn. of Zeus etc. (Thera, Melos, Thasos, trag.); cf. καταῖτυξ.
Origin: IE [Indo-European] [512] *km̥th₂e `down, with, along'
Etymology: Identical with Hitt. katta adv. and postpos. `down from, at, with, under'; also the old Celtic word for `with', e. g. OWelsh cant, OIr. cēt-, may belong to it; IE. basis then *kn̥ta (on Hitt. -a- for expected -an- s. Pedersen Hittitisch and Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre 53). Further connection to IE. *kom in Lat. cum etc. (s. κοινός), so that IE. *km̥ta should be assumed, cannot be decided. - The by-forms καται- and Arc. κατύ can be explained best as analogical after παραί resp. ἀπύ (καται- not = Hitt. katti-mi etc.). - Details in Schwyzer-Debrunner 473ff.
Page in Frisk: 1,800

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατά — downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα …   Dictionary of Greek

  • κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”